Αλταβίλα

Αλταβίλα
(Altavilla).Νορμανδική οικογένεια φεουδαρχών. Προερχόταν από τη χερσόνησο του Κοταντέν (Γαλλία) όπου κατείχε ένα μικρό φέουδο. Τον 11o αι., οι γιοι του Τανκρέδου κατόρθωσαν μέσα σε 40 χρόνια να γίνουν κύριοι ολόκληρης της Ν Ιταλίας και Σικελίας. Πρώτοι ο Γουλιέλμος, o Ντρογκόν και o Ουμφρέδος πήραν μέρος στους πολέμους των ηγεμόνων της Κάπουας και του Σαλέρνο, και μετά πέρασαν στη Σικελία, στην υπηρεσία των Ελλήνων που πολεμούσαν εναντίον των Αράβων. Ο Γουλιέλμος έγινε κύριος της κομητείας της Απουλίας (1042-46), o Ροβέρτος Γυϊσκάρδος έγινε υποτελής στον πάπα Νικόλαο B’ και σε αντάλλαγμα πήρε τον τίτλο του δούκα της Απουλίας και Καλαβρίας (1059). Η κατάληψη της Ν Ιταλίας ολοκληρώθηκε το 1077. Το 1072 ο Ρογήρος κυρίευσε το Παλέρμο, τερματίζοντας έτσι την αραβική ηγεμονία στη Σικελία. Η ενοποίηση όμως των κτήσεων αυτών έγινε από τον Ρογήρο B’ που ανακηρύχθηκε πρώτος βασιλιάς της Σικελίας. Οι ατυχείς πόλεμοι που ανέλαβαν οι διάδοχοι εναντίον του αυτοκράτορα της Γερμανίας είχαν ως αποτέλεσμα την απώλεια των κτήσεων. Ο τελευταίος εκπρόσωπος της οικογένειας, Γουλιέλμος Γ’ πέθανε στη Γερμανία το 1198, φυλακισμένος του Ερρίκου ΣΤ’. Οι κτήσεις της Ν Ιταλίας-Σικελίας εγκαταλείφθηκαν τότε στη γερμανική δυναστεία των Χοχενστάουφεν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Αλταβίλα, Πασκουάλε — (Νάπολη 1806 – 1872). Ιταλός ηθοποιός και δραματικός συγγραφέας. Για αρκετό χρονικό διάστημα έπαιζε στο θέατρο του Σαν Καρλίνο και από το 1864 εμφανίστηκε στη σκηνή διαφόρων άλλων ναπολιτάνικων θεάτρων, όπως του Σεβέτο, της Παρθενόπης, της… …   Dictionary of Greek

  • Γουλιέλμος — I Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος δουκών της Ακουιτανίας, Γκιγιόμ (Guillaume). 1. Γ. Α’ ο Ευσεβής (; – 918). Δούκας της Aκουιτανίας (898 ή 909 918) και κόμης της Τουλούζ (885 918), γιος του Βερνάρδου κόμη της Ωβέρνης. Το 910 ίδρυσε το μοναστήρι …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ερρίκος — I (Enrico, 1174 – 1216). Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης (1205 16). Πήρε μέρος στην Δ’ Σταυροφορία (1201) και στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (1204). Ανακηρύχθηκε αντιβασιλιάς το 1205, όταν ο αυτοκράτορας αδελφός του, Βαλδουίνος… …   Dictionary of Greek

  • Ταορμίνα — (Taormina). Κωμόπολη της Σικελίας (8.000 κάτ.). Είναι χτισμένη σε υψίπεδο του όρους Τάουρο, του Ταύρου των αρχαίων Ελλήνων, που δεσπόζει στο Ιόνιο Πέλαγος. Η Τ. είναι η σπουδαιότερη χειμερινή τουριστική πόλη της Ιταλίας καθώς και η πλέον… …   Dictionary of Greek

  • Φρειδερίκος — I Όνομα δουκών, πριγκίπων και εκλεκτόρων. 1. Φ. B’ ο Μαχητής. Δούκας της Αυστρίας (1236 46). Διαδέχτηκε στην εξουσία τον πατέρα του Λεοπόλδο ΣΤ’ τον Ένδοξο και, εξαιτίας της αυταρχικότητας και του φιλοπόλεμου χαρακτήρα του, ήρθε πολλές φορές σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”